μειράκιο

μειράκιο
το (ΑM μειράκιον) [μείραξ]
αυτός που έχει ηλικία από δεκατεσσάρων έως εικοσιενός ετών, νέος, έφηβος, παλικαράκι
νεοελλ.
μτφ. ανώριμος πνευματικά, επιπόλαιος, ανόητος, παιδαρέλι
μσν.
1. βρέφος, νήπιο
2. μτφ. (για έθνος ή λαό) αυτός που εμφανίστηκε πρόσφατα και χωρίς δυνάμεις
αρχ.
(ειρωνικά) ενήλικος που παιδιαρίζει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μειράκιο — το 1. παιδί, νεανίσκος: Χρησιμοποιεί μειράκια στις απατεωνιές του. 2. (συνεκδοχικά), άγουρος στο μυαλό, ανώριμος, επιπόλαιος: Δεν ακούει τους γονείς του το μειράκιο και κάνει του κεφαλιού του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μείραξ — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Δεκεμβρίου. * * * ο (ΑM μεῑραξ, ακος) μειράκιο, νεαρός, παλικαράκι, έφηβος αρχ. 1. κορίτσι, κοπέλα 2. (για άνδρα) γυναικωτός, κίναιδος, θηλυπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής αρχαίας… …   Dictionary of Greek

  • μειρακίζω — (ΑM) [μείραξ] μσν. παριστάνω τον έφηβο αρχ. (το μέσ.) μειρακίζομαι (για νέο) μεταβαίνω από την παιδική ηλικία στην ηλικία τών μειρακίων, γίνομαι μειράκιο, γίνομαι έφηβος …   Dictionary of Greek

  • μειρακιοειδής — μειρακιοειδής, ές (Α) [μειράκιον] αυτός που είναι όμοιος με μειράκιο …   Dictionary of Greek

  • μειρακιώδης — μειρακιώδης, ῶδες (Α) [μειράκιον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε μειράκιο («μειρακιώδες μορφώματι», Πλάτ.) 2. νεαρός 3. (για ύφος λόγου) αυτό που έχει ζωηρή έκφραση και αποτελείται από πολλές λέξεις, νεανικό 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

  • μειρακύλλιον — μειρακύλλιον, τὸ (Α) (με μειωτική σημασία) μικρό μειράκιο, παιδαρέλι, νεαρούλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖραξ, ακος + εκφραστική υποκορ. κατάλ. ύλλιον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”